- χερσογενής
- -ές, ΝΜαυτός που γεννήθηκε, που εμφανίστηκε στη χέρσο, στη στεριά ή προέρχεται από τη χέρσο («ποντογενῆ, χερσογενῆ», Κ Μανασσ.)νεοελλ.φρ. «χερσογενή ιζήματα»γεωλ. αποθέσεις τού θαλάσσιου πυθμένα, που είναι προϊόντα διάβρωσης τών ηπείρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής, μονογενής].
Dictionary of Greek. 2013.